αγαθόβιος

αγαθόβιος
-ια, ιο
1. αυτός που διάγει αγαθό, χρηστό βίο
2. αυτός που διάγει τον βίο έχοντας όλα τα αγαθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + βίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”